- φάρος
- Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του ορίζοντα ή από τμήμα του μόνο. Ο φ. χρησιμοποιείται ως σημείο προσανατολισμού κατά τη νύχτα στις ακτές και εξαιτίας της θέσης του και της ισχυρής έντασης της φωτιστικής πηγής του είναι ορατός από μεγάλες αποστάσεις (συχνά πάνω από 25 χλμ.). Εξαιτίας του σχήματος και του χρώματος του πύργου του, ο φ. χρησιμοποιείται και την ημέρα έως σημείο προσανατολισμού από τα ακτοπλοϊκά σκάφη. Φ. λέγεται επίσης και κάθε όμοια φωτεινή εγκατάσταση, την οποία χρησιμοποιεί για ανάλογους σκοπούς η αεροναυτιλία.
Τα μέσα που χρησιμοποιούνται σήμερα περισσότερο στους φ. είναι η ασετιλίνη και ο ηλεκτρισμός. Όσο για τα μέσα που συγκεντρώνουν τις φωτιστικές ακτίνες, επινοούνται όλο και πιο αποτελεσματικά, από τους περιστρεφόμενους παραβολικούς ανακλαστήρες έως τα διάφορα συστήματα φακών.
Ανάλογο έργο με τους φ. εκτελούν τα φαρόπλοια, που αγκυροβολούν εκεί όπου δεν είναι δυνατόν ή πρόσφορο να κατασκευαστεί φ.
Ο παράλιος οικισμός Φάρος στη Σίφνο.
Οι φάροι είναι χτισμένοι γενικά σε σχήμα πύργου, σε σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους. Στην κορυφή τους υπάρχει φωτιστική εστία, ορατή από μακριά.
Φάρος στο ολλανδικό νησί Μάρκεν (φωτ.ΑΠΕ).
* * *(I)ο, ΝΜΑναυτ. κατασκευή με χαρακτηριστικά ψηλό πύργο, εγκατεστημένη στην ακτή ή σε αβαθή ύδατα, στην κορυφή τής οποίας υπάρχει φωτιστική συσκευή που βοηθά τη ναυσιπλοΐα τόσο την ημέρα κυρίως όμως κατά τη διάρκεια τής νύχταςνεοελλ.1. ανάλογο οικοδόμημα για την καθοδήγηση αεροπλάνων2. διάταξη φωτισμού μεγάλης ισχύος, που τοποθετείται στο πρόσθιο, μέρος τών οχημάτων, φανός3. αποφλοιωμένο και χοντρόαλεσμένο κριθάρι για την παρασκευή σούπας4. βοτ. παλαιότερη ονομασία γένους αγρωστωδών φυτών, τών οποίων ο καρπός μοιάζει με ρύζι5. φρ. «πλοίο φάρων»ναυτ. πλοίο οργανωμένο κατάλληλα για την εξυπηρέτηση, δηλαδή τον ανεφοδιασμό και την τεχνική υποστήριξη τών φάρων που δεν έχουν πρόσβαση από την ξηρά.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από το όν. τού νησιού Φάρος, που βρισκόταν στον κόλπο τής Αλεξάνδρειας και φημιζόταν για την φωτιστική εγκατάσταση που υπήρχε εκεί. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. Pharus) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. phare)].————————(II)ὁ, Αο φάρυγγας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν.,τ. τής λ. φάρυγξ* σχηματισμένος χωρίς το επίθημα -ν-γ-ξ].————————(III)τὸ, Α1. άροτρο2. άροση, όργωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhŗ- τής ΙΕ ρίζας *bher- «κατεργάζομαι με αιχμηρό, κοφτερό εργαλείο, κόβω, τρυπώ, σκάβω» και συνδέεται με: λατ. foro «τρυπώ», αρμεν. brem «σκάβω, τρυπώ», αρχ. άνω γερμ. borōn «τρυπώ» (πρβλ. γερμ. bohren «τρυπώ»), αρχ. σλαβ. brazda «το αυλάκι που αφήνει το άροτρο», λιθουαν. biržis «το αυλάκι που αφήνει το άροτρο». Στην ίδια ρίζα ανάγονται, εξάλλου, και οι τ. φάραγξ*, φάρσος*, φάρυγξ*].————————(IV)-άρους, τὸ, Αβλ. φᾱρος.————————(V)(φᾶρος) και φάρος και φᾱρ, -άρους, τὸ, Α1. μεγάλο κομμάτι υφάσματος, πανί («ἑανῷ λιτὶ κάλυψαν ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, καθύπερθε δὲ φάρεϊ λευκῷ», Ομ. Ιλ.)2. ιστίο πλοίου («ναῡς ὅπως ποντίοις πείσμασι, λινόκροκον φᾱρος στέλλων», Ευ ρ.)3. ύφασμα με το οποίο κάλυπταν τους νεκρούς, σάβανο4. πλατύς επενδύτης χωρίς μανίκια, τον οποίο φορούσαν οι άνδρες πάνω από τον χιτώνα, μανδύας («μαλακὸν δ' ἔνδυνε χιτῶνα... περὶ δὲ μέγα βάλλετο φᾱρος», Ομ. Ιλ.)5. γυναικείος επενδύτης6. καλύπτρα για την κεφαλή («μέγα φᾱρος ἑλὼν χερσὶ... κἀκ κεφαλῆς εἴρυσσε», Ομ. Οδ.)7. κάλυμμα κρεβατιού8. φρ. «πύματον φᾱρος» — το τελευταίο μου ράκος (Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. επικ. και ποιητ. τ., ο οποίος απαντά ήδη στην Μυκηναϊκή στον τ. pa-we-a2 = φάρFεhα και ανάγεται σε ένα σιγμόληκτο θ. *φαρFεσ- με -F-, όπως φαίνεται και από τον μυκηναϊκό τ. Η σύνδεση τής λ. με τους τ. φάραι*, φάρσος* δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.